- αγωνιστήριον
- ἀγωνιστήριον, το (Α) [ἀγωνίζομαι]τόπος συγκεντρώσεως, συναθροίσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγωνιστήριον — place of assembly neut nom/voc/acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc acc sg ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστηρίῳ — ἀγωνιστήριον place of assembly neut dat sg ἀγωνιστήριος place of assembly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστήρια — ἀγωνιστήριον place of assembly neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστήριος place of assembly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
ՀԱՆԴԻՍԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0044 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 13c ա. ἁγωνιστήριον locus certaminis θέατρον theatrum, spectaculum βουλευτήριον praetorium, concio. Տեղի հանդիսի. ատեան. մրցարան. ասպարէս, տեսարան. տեսլարան. ժողովարան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)